πῖδαξ

πῖδαξ
πῖδαξ, -ᾰκος
Grammatical information: m.
Meaning: `outpouring, gusher' (ep. Ion. poet. Π 825).
Compounds: πολυ-πῖδαξ `having many springs' (Il.; on the form of the 2. member Sommer Nominalkomp. 69f.).
Derivatives: πιδακ-ῖτις f. `belonging to a spring' (Hp. Ep.; Redard 25), -όεις `rich in springs' (E.), -ώδης `id.' (Plu.). -- Also πιδήεσσα f. `id.' (Ἴδη Λ 183; well attested v.l. πηδ-; s. πηδός); πιδυλίς (cod. πηδ-) πέτρα, ἐξ ἧς ὕδωρ ῥέει H. -- Verbs: πιδάω also w. δια-, `to spring, to spout up' (Arist.); πιδύω also w. ἀνα-, ἀπο-, δια-, `id.' (Hp., Arist., Thphr.); πίδυσις f. `trickling through' (Hp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Given the strong productivity and formal variation of the nouns in -ᾰξ (Chantraine Form. 276ff., Schwyzer 497) the basis of πῖδαξ cannot be ascertained. A noun *πίδ-η, -ος may be assumed because of πιδάω, -ήεσσσα; but πιδ-ύω, and -υλίς point best to an υ-stem *πῖδυς. -- Certain cognates outside Greek have not been found; one compares since Fick (1, 482; 3, 241; cf. also Curtius 655) the Germ. words for `fat', e.g. OWNo. feitr, MHG veiz, PGm. *faita-, OWNo. fita f. `fat', PGm. *fitō-n-; IE *poid-: pĭd-. If one seprates the -d- one comes to pi- in πῖαρ etc. (s. v.). but this is long; a connection, which semantically fits better for the Germ. then for the Greek words. Cf. also πίσεα and πίτυς. - The word could well be Pre-Greek (Furnée 259),
Page in Frisk: 2,533

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πῖδαξ — spring fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίδακας — ο / πῑδαξ, ΝΑ νεοελλ. 1. φυσική πηγή που εξακοντίζει προς τα πάνω το νερό εξαιτίας τής πιέσεως 2. τεχνητή πηγή που με ειδική συσκευή εκτοξεύει το νερό προς τα πάνω και έτσι δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές… …   Dictionary of Greek

  • πίδακ' — πί̱δακα , πῖδαξ spring fem acc sg πί̱δακι , πῖδαξ spring fem dat sg πί̱δακε , πῖδαξ spring fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυπίδαξ — μεθυπῑδαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που αναβλύζει κρασί («μεθυπῑδαξ βότρυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πῖδαξ «πηγή» (πρβλ. πολυ πίδαξ)] …   Dictionary of Greek

  • πολυπίδακος — ον, Α πολυπῖδαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πιδαξ (< πῖδαξ, ακος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] …   Dictionary of Greek

  • ευπίδαξ — εὐπίδαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) [πίδαξ] αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές …   Dictionary of Greek

  • θύλακας — ο (Α θύλαξ) θύλακος* νεοελλ. στρ. η είσοδος και παραμονή στρατευμάτων σε τμήμα τού εχθρικού εδάφους, ενώ τα πλευρικά εδάφη εξακολουθούν να κατέχονται από τις εχθρικές δυνάμεις αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • λείμαξ — (I) η (Α λείμαξ, ακος) γαστερόποδο πνευμονοφόρο χερσόβιο μαλάκιο, ο γυμνοσάλιαγκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λείμ αξ εμφανίζει θ. λειμ , που ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή *lei m τής ΙΕ ρίζας *lei «βλεννώδης» και επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σκύλ αξ). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… …   Dictionary of Greek

  • πίσος — (I) και πισός, ὁ, Α το φυτό πίσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. (πρβλ. λατ. pisum]. (II) ίσεος, τὸ, Α (επικ. τ.) (μόνο στον πληθ.) τὰ πίσεα κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”